- ὑπασπιστῇ
- ὑπασπιστήςshield-bearermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπασπιστήριο — το, Ν το γραφείο ή η έδρα τού υπασπιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπασπιστής + κατάλ. τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπασπιστήριον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υποπτίων — ωνος, ὁ, Μ βοηθός υπασπιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀπτίων «βοηθός, υπασπιστής»] … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης — Επώνυμο αγωνιστώντου1821. 1. Απόστολος. Γεννήθηκε στα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Μετά την Επανάσταση σπούδασε νομικά και ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Διορίστηκε πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το 1881 υπουργός… … Dictionary of Greek
Βαλεντινιανός — (Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364 375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε… … Dictionary of Greek
Βεντήρης, Κωνσταντίνος — (Καλαμάτα 1892 – 1960).Αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αδελφός του Γεώργιου Βεντήρη (βλ. λ.). Σε ηλικία 18 ετών κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, με τον βαθμό του υπαξιωματικού, και τραυματίστηκε στη… … Dictionary of Greek
Δώρα ντ’ Ίστρια — (Dora d’ Istria, Βουκουρέστι 1828 – Φλωρεντία 1868). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας δοκιμιογράφου και διηγηματογράφου Ελένης Γκίκα. Η Δ. ντ’ Ί. ήταν κόρη του πρίγκιπα Μιχαήλ, υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας. Πριν από τον γάμο της με τον… … Dictionary of Greek
Καβαλλιεράκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τη Μάνη. 1. Θεόδωρος ή Γεωργίβαλος. Συμμετείχε στις πολιορκίες της Μονεμβασιάς, της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Πολέμησε γενναία κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ στα μεσσηνιακά φρούρια. Στη μάχη του Διρού… … Dictionary of Greek
Καλλέργης, Δημήτριος — (1803 – Αθήνα 1867). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ήταν ανιψιός του Ρώσου υπουργού των Εξωτερικών Νέσελροδ. Μετά τον θάνατο του πατέρα του πήγε στην Πετρούπολη, όπου ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές, και κατόπιν στη Βιέννη για να σπουδάσει… … Dictionary of Greek
Κοσιούσκο, Ταντέους — (Thaddeus Kosciuszko, Μερετσοφσίζνια, Λιθουανία 1746 – Σολοτούρν, Ελβετία 1817). Πολωνός στρατιωτικός. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Βαρσοβίας και αργότερα στο Παρίσι, απ’ όπου μετέβη στην Αμερική το 1776. Εκεί παρουσιάστηκε στον Τζορτζ… … Dictionary of Greek
Κουροπάτκιν, Αλεξέι Νικολάγιεβιτς — (Aleksei Nikolayevich Kuropatkin, Χόλμσκι 1848 – Σεσούρινο 1925). Ρώσος στρατηγός. Μετά τις σπουδές του στη Στρατιωτική Σχολή του Παύλου και στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, έλαβε μέρος στην επιχείρηση κατάκτησης της Μέσης Ανατολής, ενώ… … Dictionary of Greek